αργάζω — αργάζω, άργασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αργάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κατεργάζομαι δέρματα: Αν δεν τ αργάσεις το πετσί, παπούτσι δε γίνεται (παροιμ. φράση). 2. δέρνω, ξυλοκοπώ άγρια: Του άργασαν το τομάρι από το ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άργαση — η [αργάζω] 1. η κατεργασία του δέρματος 2. το βυρσοδεψικό υλικό στο οποίο τοποθετούνται τα δέρματα για κατεργασία 3. η ανοιξιάτικη καλλιέργεια της γης … Dictionary of Greek
ανάργαστος — η, ο ο μη κατεργασμένος, αδέψητος, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + αργαστός < αργάζω «κατεργάζομαι δέρματα»] … Dictionary of Greek
argăsi — ARGĂSÍ, argăsesc, vb. IV. tranz. A prelucra pieile şi blănurile cu un amestec de substanţe, pentru a le face trainice, impermeabile, flexibile; a cruşi, a încruşi, a tăbăci. – Din ngr. árgasa (aor. al lui argázo). Trimis de ana zecheru,… … Dicționar Român
βυρσοδεψώ — ησα, κατεργάζομαι δέρματα, αργάζω πετσιά ή τομάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)