αργάζω

αργάζω
κ. εργάζω (Μ ἀργάζω)
Ι. 1. επεξεργάζομαι
2. μεταχειρίζομαι
3. κατεργάζομαι δέρματα
II. μτφ.
1. φρ. «του άργασαν το τομάρι» — τον έδειραν πολύ
2. έχω στο μυαλό μου, μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι
3. (αμτβ.) σκληραίνω, ροζιάζω, πετσιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οργάζω «μαλάσσω, μαλακώνω, κατεργάζομαι». Οι τ. με αρκτικό ε- από επίδραση του εργάζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αργάζω — αργάζω, άργασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αργάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κατεργάζομαι δέρματα: Αν δεν τ αργάσεις το πετσί, παπούτσι δε γίνεται (παροιμ. φράση). 2. δέρνω, ξυλοκοπώ άγρια: Του άργασαν το τομάρι από το ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άργαση — η [αργάζω] 1. η κατεργασία του δέρματος 2. το βυρσοδεψικό υλικό στο οποίο τοποθετούνται τα δέρματα για κατεργασία 3. η ανοιξιάτικη καλλιέργεια της γης …   Dictionary of Greek

  • ανάργαστος — η, ο ο μη κατεργασμένος, αδέψητος, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + αργαστός < αργάζω «κατεργάζομαι δέρματα»] …   Dictionary of Greek

  • argăsi — ARGĂSÍ, argăsesc, vb. IV. tranz. A prelucra pieile şi blănurile cu un amestec de substanţe, pentru a le face trainice, impermeabile, flexibile; a cruşi, a încruşi, a tăbăci. – Din ngr. árgasa (aor. al lui argázo). Trimis de ana zecheru,… …   Dicționar Român

  • βυρσοδεψώ — ησα, κατεργάζομαι δέρματα, αργάζω πετσιά ή τομάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”